ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ
Αίγιο,Κατοχή και Αντίσταση 1941-1944 Κλικ Ε Δ Ω
Ο απαγχονισμός των πέντε πατριωτών στο Αίγιο, 22 Ιανουαρίου 1944 Κλικ Ε Δ Ω
Η εκτέλεση των 18 Αιγιωτών στην Πάτρα,23 Φεβρουαρίου 1944 Κλικ Ε Δ Ω
Το συγκείμενο της
εποχής
«Δυόμισι
χρόνια έχουν περάσει από το Φεβρουάριο του 1825 που ο Ιμπραήμ πασάς έχει
πατήσει στο Μοριά και τα παθήματα των Πελοποννησίων είναι μεγάλα», γράφει ο
Σπυρίδων Τρικούπης στην Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης. Και συνεχίζει: «Τα ζοφερά σπήλαια, αι δυσανάβατοι ακρώρειαι,
τα δυσπρόσιτα έλη, οι κρημνοί και οι απότομοι βράχοι ήσαν τα μόνα ασφαλή
κατοικήριά των,το χώμα δε πολλάκις στρωμνή και τροφή τα άγρια χόρτα…Εφονεύοντο
αιχμαλωτίζοντο, ελαφυραγωγούντο, κατεστρέφετο η πατρίς των αλλά δεν επροσκύνουν»!
Εκείνο το καλοκαίρι του 1827 ο αγώνας
διερχόταν την κρισιμότερη φάση του γιατί ο Ιμπραήμ αλώνιζε στο Μοριά και ο
Κιουταχής στη Ρούμελη. Παρά την αντίσταση των αγωνιστών, η σύμπραξη Τούρκων και
Αιγυπτίων, είχε προκαλέσει μεγάλα προβλήματα και βαριές ήττες στους
επαναστατημένους Έλληνες. Αν λάβει κανείς υπόψη και τις εμφύλιες διαμάχες για
την εξουσία οι δυσκολίες μεγιστοποιούνταν…
«Προσκύνημα»: Η νομιμοποίηση της υποταγής
Οι Τούρκοι και κατόπιν οι Αιγύπτιοι,
προκειμένου να μειώσουν τις απώλειές τους και να περιορίσουν τη διαφαινόμενη
πολιτική λύση του ελληνικού ζητήματος από τις Μεγάλες Δυνάμεις, άρχισαν να
χρησιμοποιούν «ταξίματα και δοσίματα»,
πείθοντας ολόκληρα χωριά να υποταχθούν,
και να αποκηρύξουν την επανάσταση, δίνοντας προσκυνοχάρτια στους υποταγμένους. Αυτή
η τακτική είχε ως στόχο τη σταδιακή αποδυνάμωση των επαναστατών αφενός και
αφετέρου την ακύρωση οποιασδήποτε πρότασης λύσης των Μεγάλων Δυνάμεων και αποδοχής
ελεύθερου κράτους από την Υψηλή Πύλη. Ένα μήνα πριν, τον Ιούνιο του 1827, ο
Ιμπραήμ είχε δεχτεί δεύτερη ταπεινωτική ήττα στο απροσκύνητο Μέγα Σπήλαιο και
είχε αναγκαστεί να υποχωρήσει άπραγος…
«Τίποτα δε φοβήθηκα
περισσότερο για την πατρίδα, μόνο εις το προσκύνημα εφοβήθηκα»,αναφέρει ο
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στα Απομνημονεύματά του.
Ο Τούρκος στρατηγός Ντελή Αχμέτ, φρούραρχος των Πατρών,
κατάφερε αρχικά να προσηλυτίσει τον πατρινό οπλαρχηγό Δημήτριο Νενέκο και μετά
το δεύτερο οπλαρχηγό από τα Τσετσεβοχώρια (επτά χωριά στις υπώρειες του
Παναχαϊκού) Γκολφίνο Λουμπιστιάνο. Το προσκύνημα είχε πάρει διαστάσεις και ο
Κολοκοτρώνης με τη φράση «φωτιά και
τσεκούρι στους προσκυνημένους» κατάφερε να επαναφέρει ολόκληρα χωριά και
πάλι στον αγώνα, αφού τους έπαιρνε τα προσκυνοχάρτια. Παρόλα αυτά όμως οι
Νενέκος και Γκολφίνος παρέμεναν αμετανόητοι
και συνεργάζονταν στρατιωτικά με τους Τούρκους, συμμετέχοντας σε
επιδρομές στα χωριά της Αχαΐας εναντίον Ελλήνων. Σε μια από αυτές τα τουρκικά
στρατεύματα ήρθαν αντιμέτωπα με τους επαναστατημένους Έλληνες στο μοναστήρι του
Άι-Γιάννη Τσετσεβού στο Βερίνο…
Το ιστορικό γεγονός
Ο πρώτος οπλαρχηγός της περιοχής της
Δυτικής Αιγιάλειας, ο χιλίαρχος Γεώργιος Ροδόπουλος από τη Μυρόβρυση,
προσπάθησε, κατ’ εντολή του Κολοκοτρώνη, να επαναφέρει με τη βία τους
προσκυνημένους της περιοχής του στην Επανάσταση. Σε μια πράξη εκδίκησης, ο προσκυνημένος
Γκολφίνος, υποχιλίαρχος της περιοχής στον Αγώνα, οδήγησε τουρκικά στρατεύματα
από το μονοπάτι του χωριού Τούμπα πίσω από τις γραμμές των Ελλήνων την κρίσιμη
στιγμή. Μια ακόμα προδοσία...
Τον Ιούλιο του 1827 ο Κολοκοτρώνης σε επιστολή του είχε ζητήσει με όποιο κόστος να κρατηθούν η Κουνινά (μεγάλο κεφαλοχώρι με δεκάδες αγωνιστές) και η Μονή Ταξιαρχών (πλούσια μονή - προπύργιο του Αγώνα) ελεύθερες. Ένα σώμα Κορινθίων αγωνιστών με επικεφαλής τον οπλαρχηγό Γεώργιο Λύκο ή Χελιώτη και άλλους καπεταναίους είχαν ξεκινήσει για τα Σελλά με σκοπό να συναντήσουν το Γκολφίνο που είχε εκδηλώσει πρόθεση μετάνοιας και επιστροφής στον Αγώνα.
Μαζί
με αυτούς ο χιλίαρχος Κωνσταντίνος Ιωάννου ή Ορεινός από την Παρασκευή Αιγίου,
κατόπιν οδηγιών του στρατηγού Δημήτρη Μελετόπουλου, και ο παλιός αρματολός,
συμπολεμιστής του Οδυσσέα Ανδρούτσου, Γεώργιος Ανδρεακόπουλος ή Γεωργομοραΐτης
από την Κουνινά με τους πολεμιστές τους. Όταν έφτασαν κοντά στο μοναστήρι του
Αι-Γιάννη ειδοποίησαν το Γκολφίνο να τους συναντήσει. Εκεί κατάλαβαν ότι ο
Γκολφίνος όχι μόνο δεν είχε πρόθεση μετάνοιας ,αλλά είχε ενημερώσει το Ντελή Αχμέτ
ότι στο μοναστήρι βρίσκονταν πολεμιστές και γυναικόπαιδα των γύρω περιοχών που
δεν είχαν προσκυνήσει υπό τη φύλαξη του Ροδόπουλου. Έτσι Επαναστάτες,
Τούρκοι,Αιγύπτιοι και Τουρκοπροσκυνημένοι βρέθηκαν στην περιοχή του μοναστηριού στο
Βερίνο.
Ο Ροδόπουλος, έχοντας το γενικό πρόσταγμα από το στρατηγό
Μελετόπουλο, θεωρούσε-ορθά-ότι η θέση άμυνας ήταν αδύνατη για να διεξαχθεί
μάχη, συνυπολογίζοντας και τους αμάχους που είχαν μαζί. Μπορούσαν να
αποχωρήσουν αλλά δεν το έπραξαν αρχικά, γιατί η γραμμή του Κολοκοτρώνη απαιτούσε
επαναστατικό θάρρος και οι τουρκοπροσκυνημένοι έπρεπε να πάρουν ένα μάθημα.
Το μοναστήρι από μόνο του ήταν ήδη οχυρό που ευνοούσε τους αμυνόμενους. Από τη δυτική πλευρά του μικρού Αι-Γιάννη υπήρχε μονοπάτι που ήταν σχετικά εύκολο να φυλαχτεί και οι αμυνόμενοι μπορούσαν να προκαλέσουν βαριές απώλειες στους Τούρκους. Από το νότιο μέρος όμως, αν ανέβαιναν οι Τούρκοι από το χωριό Τούμπα, οι πιθανότητες επιτυχούς άμυνας μειώνονταν κατά πολύ γιατί θα έφταναν στην κορυφή του λόφου πίσω από τους αγωνιστές.
Φωτο:Κατασκευή οχυρωμάτων.Πηγή:Προσκυνητάριο Ι.Μ.Αγίου Ιωάννη Θεολόγου
Άμεσα οι οπλαρχηγοί
κατασκεύασαν πρόχειρα ταμπούρια με τρεις πυργίσκους (πέτρινα οχυρώματα) σε
απόσταση βολής ο ένας από τον άλλο περίπου στα εκατό μέτρα με τέταρτο το ίδιο
το μοναστήρι-κάστρο. Στις 17 Ιουλίου 1827 οι Τούρκοι του Ντελή Αχμέτ, περίπου
τρεις χιλιάδες με κανόνι, πολεμοφόδια και με τη συνοδεία των
τουρκοπροσκυνημένων οχυρώνονται απέναντι από το μοναστήρι στο μικρό Αϊ-Γιάννη.
Χωρίζονται σε τρεις φάλαγγες των εξακοσίων πολεμιστών και κάνουν έφοδο από τα
δυτικά για να ανέβουν στο μοναστήρι. Οι τρεις έφοδοί τους αποκρούονται με
βαριές απώλειες από τους Έλληνες. Όμως ο Γκολφίνος, γνωρίζοντας καλά την
περιοχή και βλέποντας την ήττα των νέων φίλων του, έχει οδηγήσει ένα σώμα
Τούρκων μετά από πεζοπορία τεσσάρων και πλέον ωρών μέσα από το χωριό Τούμπα στα
νώτα των Ελλήνων, κάτι που έκανε τη θέση τους επισφαλή.
Το «Μανιάκι» της Βοστίτσας
Την ευάλωτη αυτή θέση στο επάνω ταμπούρι υπερασπιζόταν ο Κουνινιώτης αρματολός Γεωργομοραΐτης με Κουνινιώτες, Μαμουσιώτες και Κορίνθιους πολεμιστές. Ο Ροδόπουλος βλέποντας το άνισο πλέον της μάχης, για να μην κυκλωθούν όλοι και αιχμαλωτιστούν του ζήτησε να υποχωρήσει. Ο γενναίος καπετάνιος, παρά τη δυσκολία της στιγμής δε δείλιασε και ζήτησε από τα παλικάρια του όποιος θέλει να φύγει για να σωθεί. Δεν έφυγε όμως κανείς. Οι Τούρκοι όταν είδαν ότι ο Γκολφίνος είχε βρεθεί πίσω από τους Έλληνες, έκαναν και τέταρτη έφοδο φτάνοντας στο ελληνικό ταμπούρι. Όταν τελείωσαν όλες οι σφαίρες των Ελλήνων ο γηραιός αρματολός όρμησε με το σπαθί στο χέρι για να αποκρούσει τον εχθρό. Το παράδειγμά του ακολούθησαν όλοι οι συμπολεμιστές του. Στο σημείο που βρίσκεται σήμερα το ηρώο δόθηκε μια σκληρή και άνιση μάχη σώμα με σώμα. Οι Τούρκοι, που επιτέθηκαν στο συγκεκριμένο ταμπούρι, αναφέρονται από το Μελετόπουλο ως «Αράπηδες» και προφανώς ήταν σώμα Αιγυπτίων του τακτικού στρατού του Ιμπραήμ. Εκεί έπεσε ο Γεωργομοραΐτης «αλλά Φλέσσα»,όπως δηλαδή ο Παπαφλέσσας στο Μανιάκι και περίπου ογδόντα Έλληνες, πάνω από είκοσι Κουνινιώτες, πενήντα περίπου Μαμουσιώτες και Κορίνθιοι, μαχόμενοι «υπέρ πίστεως και πατρίδας».Ο Κουνινώτης καπετάνιος Γεώργιος Ανδρεακόπουλος (Γεωργομοραΐτης) ήταν εξήντα τεσσάρων ετών. Την επόμενη ημέρα στην Κουνινά η γυναίκα του έφερε στον κόσμο το μικρό γιο τους! Μαζί τους νεκροί άλλοι τόσοι «Άραβες» και Τούρκοι, ενώ τα σπαθιά και το όπλα των Ελλήνων ήταν όλα «συντετριμένα».Οι πολεμιστές μέσα από το μοναστήρι απέκρουσαν τους εχθρούς και δεν παραδόθηκαν, ενώ ο Λεχουρίτης τους ανάγκασε να υποχωρήσουν και την επόμενη ημέρα στο Πετροβούνι, φράζοντάς τους το δρόμο προς την Κουνινά με αποτέλεσμα να επιστρέψουν μέσω Βοστίτσας στην Πάτρα. Οι απώλειες των Τούρκων από την πολύωρη μάχη ήταν πάνω από 300 νεκροί και δεκάδες τραυματίες.
Οι Τούρκοι, αφού δεν μπόρεσαν να μπουν στο μοναστήρι, αποχώρησαν με τους τραυματίες τους προς τη Βοστίτσα. Οι Έλληνες φοβούμενοι
μήπως οι Τούρκοι και οι Τουρκοπροσκυνημένοι επιστρέψουν την επόμενη ημέρα,
έφυγαν προς την Αράχωβα. Ο Ροδόπουλος μαζί με το μεγαλύτερο στρατιωτικό σώμα,είχε
καταφέρει να φυγαδέψει τα περισσότερα γυναικόπαιδα και τους αγωνιστές προς ασφαλή περιοχή. Κατά άλλους ιστορικούς
όμως, οι Τούρκοι δεν έφυγαν αλλά την επόμενη ημέρα τοποθέτησαν το κανόνι για να
γκρεμίσουν τη μονή. Τότε ο ηγούμενος Ανανίας Αντωνιάδης βγήκε έξω με τα άμφια
και ζήτησε χάρη από το Ντελή Αχμέτ, η οποία δόθηκε με τη μεσολάβηση του
Γκολφίνου που δεν ξέχασε ότι είναι Έλληνας. Οι Τούρκοι επιθεώρησαν το μοναστήρι
και διαπίστωσαν ότι δεν κρύβονταν πολεμιστές. Άλλη παράδοση αναφέρει ότι «Τούρκος δε μπήκε στο μοναστήρι». Οι
κάτοικοι της περιοχή όμως ακόμα και σήμερα πιστεύουν ότι αυτό ήταν το
μεγαλύτερο θαύμα του Αγίου, δηλαδή η σωτηρία της Μονής, των αμάχων και των
ελεύθερων χωριών μας.
Ο Κολοκοτρώνης έμαθε τα γεγονότα από τις επιστολές του στρατηγού
Δημήτριου Μελετόπουλου αλλά και των άλλων οπλαρχηγών. Παρά τη λύπη το για το
χαμό τόσων πολεμιστών, τη δυσαρέσκειά του για την έλλειψη πολεμοφοδίων και
βοήθειας από την Κυβέρνηση, τελειώνει την απάντησή του με τη φράση «…ο
εχθρός εκατάλαβεν ότι οι Έλληνες δεν έχασαν την ευτολμίαν των».
Συμπερασματικά: Ήταν νίκη ή ήττα τελικά;
Συνεκτιμώντας όλα τα ιστορικά
στοιχεία ήταν νίκη. Οι Τούρκοι έφυγαν προς τη Βοστίτσα και την Πάτρα, φοβούμενοι
ενέδρες και κλεφτοπόλεμο από τους Έλληνες. Ποτέ δεν οργάνωσαν νέες επιχειρήσεις κατά των
ελευθέρων περιοχών της Δυτικής Βοστίτσας. Περιορίστηκε το προσκύνημα, γιατί
πολλά χωριά επέστρεψαν στον Αγώνα με τους οπλαρχηγούς τους, όπως αναφέρει ο
ιστορικός του Αιγίου Αρίστος Σταυρόπουλος «…επαναφέρθησαν
στην οδόν της Εθνικής Τιμής».Το ίδιο αναφέρει και ο Γέρος του Μοριά σε
επιστολή του στις 10 Αυγούστου 1827 σε όλους τους Πελοποννησίους «…έλαβον δι’ εμού τη συγχώρησιν του έθνους, και
ήδη ενωμένοι με τα στρατεύματα της πατρίδος πολεμούν τον εχθρόν ως και πρότερον».
Ένα μήνα μετά ,τον Αύγουστο του 1827, ο Δημήτριος Μελετόπουλος ο Γεώργιος
Ροδόπουλος,ο Κωνσταντίνος (Χιλίαρχος) Ορεινός μαζί με Αιγιαλείς, Καλαβρυτινούς και άλλους αγωνιστές
πήραν εκδίκηση για τους νεκρούς του Βερίνου, κατατροπώνοντας το στρατό του
Ιμπραήμ πασά στο ύψωμα του Καυκαριά στους Λαπαναγούς, κάτω από την άξια ηγεσία
του Πλαπούτα, στην τελευταία νικηφόρα μάχη της Επανάστασης στην περιοχή…
Ο επίλογος της ιστορικής μνήμης και τιμής
Εκατό χρόνια μετά, το 1927, έγινε η ανέγερση του λιθόκτιστου ηρώου με το μαρμάρινο λιοντάρι στην κορυφή του, στη θέση που ήταν το κύριο ταμπούρι του Γεωργομοραΐτη, εκεί που δόθηκε η κύρια μάχη. Στα θεμέλιά του ετάφησαν τα οστά των νεκρών που φυλάσσονταν σε ένα μικρό κτίσμα της Μονής. Κάθε χρόνο, στις 17 Ιουλίου, τιμούμε τη μνήμη τους με δοξολογία και επιμνημόσυνη δέηση στο ηρώο γι’ αυτό που μας χάρισαν, το υπέρτατο αγαθό της Ελευθερίας και της κρατικής οντότητας μετά από τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς βάζοντας το δικό τους λιθαράκι. Προσκυνούμε τις ιερές σκιές τους που λάμπρυναν το εικονοστάσι του Γένους...
Η προκριματική φάση για το Euro 2004 διεξήχθη
από τον Σεπτέμβριο του 2002 μέχρι τον Νοέμβριο του 2003. Πενήντα
συνολικά εθνικές ομάδες έλαβαν μέρος, οι οποίες χωρίστηκαν σε δέκα ομίλους. Η
πρώτη ομάδα κάθε ομίλου πήρε την απευθείας πρόκριση για τα τελικά της
διοργάνωσης και οι δέκα δεύτερες ομάδες των ομίλων κληρώθηκαν σε διπλούς αγώνες
μπαράζ ώστε να προκύψουν ακόμη πέντε για την τελική φάση. Η Πορτογαλία ως
διοργανώτρια χώρα πέρασε απευθείας χωρίς αγώνες.H Ελλάδα
κληρώθηκε στον 6ο όμιλο με Ισπανία (φαβορί),Ουκρανία, Αρμενία και
Βόρεια Ιρλανδία. Ξεκίνησε με δύο ήττες από την Ουκρανία εκτός και την Ισπανία
εντός με τα σύννεφα του αποκλεισμού να μαζεύονται νωρίς στον ελληνικό ουρανό
και η αμφισβήτηση στο πρόσωπο του προπονητή να φουντώνει. Έμεναν όμως άλλοι
έξι αγώνες. Η Εθνική έκανε το θαύμα των έξι συνεχόμενων νικών (τριών εντός και
τριών εκτός έδρας) και κατετάγη πρώτη στον όμιλό της με 18 βαθμούς αφήνοντας
δεύτερη τη μεγάλη Ισπανία με 17 βαθμούς, αφού την κέρδισε με 1-0 εκτός έδρας! Οι
Ισπανοί πήραν την πρόκριση στα μπαράζ, επικρατώντας με δύο νίκες 2-1, 3-0 επί της
Νορβηγίας.