[Στα βουνά της Αλβανίας]
λος ο κάμπος ήτανε έρημος κι ο
δρόμος, μακρύς-μακρύς και κατάλευκος, απλωνότανε μπροστά μας. Προχωρούσαμε γρήγορα
με βήμα, και αμίλητοι. Από δω και πάνω, φαίνεται, ήταν τα τελευταία ελάχιστα χιλιόμετρα
δρόμου που εξουσιάζαμε ακόμη εμείς, το ακρότατο όριο των δικών μας συγκοινωνιών,
γιατί πιο πέρα ο ίδιος δρόμος χρησίμευε για τους Ιταλούς.
Κείνη
την ώρα, μες στην απέραντη σιγή και τη νέκρα, ακούστηκε, πίσ' απ' τις πλάτες μας,
η πρώτη κανονιά.
Σε
μια στιγμή όλο το φεγγαρολουσμένο νεκρό τοπίο, από ανοιχτοφιστικί γινόταν άξαφνα
κοκκινόμαυρο με τις εκρήξεις, με τις λάμψεις, με τους καπνούς που μας τυλίγανε
δεξιά κι αριστερά. Δυο οβίδες είχαν σκάσει πολύ κοντά μας, μες στον κάμπο, δεξιά
κι αριστερά του δρόμου, και σε λίγο άλλες δυο πέσανε κάπου εκεί. Μέναμε ακίνητοι,
ορθοί, αποσβολωμένοι*, αλαλιασμένοι* μην ξέροντας όλοι μας τι να κάνουμε, πού να
πάμε. «Πέστε κάτω! πέστε κάτω! Μην τρέχετε!», φώναξα για μια στιγμή, και πέσαμε
όλοι μπρούμυτα, με το μούτρο πάνω στο χώμα. Ο βομβαρδισμός εξακολουθούσε με μια
μαθηματική κανονικότητα και πρώτα έβλεπες τη λάμψη απ' τις απέναντι μπούκες των
κανονιών κι ύστερα —δεν ξέρεις από πού— άκουγες πάνω, μα ακριβώς πάνω απ' το κεφάλι
σου, αυτό το υστερικό σφύριγμα της οβίδας που σκίζει σαν αστραπή τον αέρα ή εκείνο
το ακόμη χειρότερο βραχνιασμένο χρου-χρου-χρου, που κάνει σαν χάνει πια τη φόρα
της και πρέπει να πέσει κάπου δίπλα σου.
Πέφτανε
δίπλα μας, δεξιά, αριστερά, λίγο πιο μπρος, λίγο πιο πίσω. Το μεγάλο μαρτύριο,
η μεγάλη αγωνία ήτανε πως στις ελάχιστες στιγμές ησυχίας που μεσολαβούσανε, αναρωτιόσουνα
αγωνιωδώς αν πρέπει να μείνεις σ' αυτή τη θέση που βρίσκεσαι ή πρέπει να πας να
πέσεις πάρα πέρα. Ναι, ήτανε ένα φοβερό παιγνίδι από πιθανότητες κι από τύχη, που
δεν ήξερες να βρεις και να του δώσεις καμιά απάντηση.
Μα
σιγά-σιγά, όσο ο βομβαρδισμός εξακολουθούσε, όσο έβλεπες πως —περίεργα! — δεν παθαίνεις
τίποτα, όσο έβλεπες κι όλους τους άλλους γύρω σου άθικτους, που σε κάθε ανάπαυλα
ανασήκωναν το κεφάλι και κάτι φώναζαν ο ένας στον άλλονε, άρχιζες σιγά-σιγά, ναι,
να αισιοδοξείς — κι ενώ στην αρχή έλεγες πως κάθε οβίδα προορίζεται για σένα, πως
έρχεται ίσια καταπάνω σου, τώρα άρχιζες κάπως να παρακολουθείς ένα θέαμα που σε
περιστοιχίζει κι απλώς να φυλάγεσαι σε κάθε σφύριγμα. Δηλαδή η οβίδα κι ο θάνατος
σου δεν ήταν πια αλληλένδετα όπως στην αρχή. Όλ' αυτά, βέβαια, δεν τα σκεφτόσουνα,
όλ' αυτά τα λέω, ίσως, τώρα — μα είμαι βέβαιος πως ένστικτα έτσι τα 'νιωθες και
τότε.
Έγινε
για μια στιγμή μια μεγάλη ανάπαυλα. Περιμέναμε, περιμέναμε ακίνητοι αρκετή ώρα —κι
επιτέλους σηκωθήκαμε. Είχε σταματήσει ο βομβαρδισμός; Η ώρα θα 'ταν περίπου μία.
Τραβήξαμε
όλοι προς το μέρος που 'χαμε αφήσει τα μηχανήματα, μα δεν είχαμε κάνει μερικά μέτρα
πάνω στο δρόμο, όταν το πανηγύρι ξανάρχισε.
Πέσαμε
όπως-όπως ο ένας πάνω στον άλλο μέσα στο πλαϊνό χαντάκι του δρόμου — κι ήταν καιρός,
γιατί η οβίδα έσκασε άξαφνα ακριβώς δίπλα μας και μας σκέπασε όλους με πέτρες και
με χώματα. Στο χαντάκι που 'χαμε πέσει ήτανε στεκάμενα νερά, λάσπες, βόρβορος*.
Είχαμε πασαλείψει τα μούτρα μας, τους μανδύες μας —όλη η μια πλευρά μου, όταν ανασηκώθηκα,
ήταν μια πηχτή γλοιώδης* λάσπη, και τα γάντια ήτανε μούσκεμα απ' αυτό το ακαθόριστο
υγρό που βρομούσε φοβερά μόλις έφερνες το χέρι σου κοντά στο πρόσωπο σου.
Φτάσαμε,
επιτέλους, στα μηχανήματά μας. Η κατάστασή μας ήτανε πραγματικά φοβερή. Αν τώρα
ήτανε έτσι, τι θα γινότανε σαν θα χάραζε και θα προχωρούσε η μέρα; Πώς θα καθόμαστε
σ' αυτή τη Σούκα που δεν συναντούσες ψυχή ζώσα* και κάτω από ένα συνεχή βομβαρδισμό,
τελείως ακάλυπτοι κι όλοι μας τελείως άπειροι;
Καθόμαστε
αποκαμωμένοι πάνω στα κιβώτια και τα δέματα με τα μάτια μας κολλημένα στο απέναντι
βουνό, για να δούμε τη λάμψη και να πέσουμε κάπου εγκαίρως. Ευτυχώς ο Νώντας είχε
κι άλλο κονιάκ. Ας είναι ευλογημένος ο άνθρωπος. Ο Ανανίου όλο φώναζε μυτερά πως
κάτι πρέπει να κάνουμε, πως δεν είναι κατάσταση αυτή. Βέβαια, είχε δίκιο. Αλλά
τι; Τι; Η ώρα ήτανε δύο πια και το φεγγάρι φώτιζε πάλι σαν μέρα όλο αυτό το απονεκρωμένο
τοπίο που είχε πάλι άξαφνα ηρεμήσει και που πάνω του βασίλευε μια απόλυτη σιωπή.
Πορεία στο χιόνι -Τάφοι Ελλήνων στρατιωτών...
* αποσβολωμένοι (αποσβολώνω): αμήχανοι * αλαλιασμένοι (αλαλιάζω): ταραγμένοι, ζαλισμένοι * (ο) βόρβορος: λάσπη που βγάζει
δυσοσμία *γλοιώδης: γλιτσιασμένος, αηδιαστικός * ψυχή ζώσα: ζωντανός οργανισμός
|
Γιάννης Μπεράτης
(Αθήνα 1905-1968)
Πεζογράφος, από τους χαρακτηριστικότερους
συγγραφείς της πολεμικής λογοτεχνίας μας. Η συμμετοχή του στον Πόλεμο του 1940
και στην Εθνική Αντίσταση επηρέασε έντονα τα λογοτεχνικά κείμενά του. Η προβολή
του ανθρώπινου στοιχείου στις δύσκολες στιγμές του πολέμου αποτελεί γνώρισμα των
έργων του. Βιβλία του: Η διασπορά, Αυτοτιμωρούμενος, Το πλατύ ποτάμι, στο οποίο
οφείλει και την αναγνώριση του, το Οδοιπορικό του '43, ο Στρόβιλος.
ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΚΑΙ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ
ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ-ΜΑΡΙΝΕΛΛΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου