Πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή,29 Μαρτίου 2019 στην Αθήνα η απονομή βραβείων και επαίνων μαθητών και μαθητριών Δημοτικών,Γυμνασίων και Λυκείων από την Ελλάδα και την Κύπρο που διακρίθηκαν στον Πανελλήνιο & Παγκύπριο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό συγγραφής παιδικού και εφηβικού διηγήματος και ποίησης.
Οι βραβεύσεις έγιναν από το Δ.Σ. της Ένωσης Ελλήνων Λογοτεχνών που ίδρυσε ο Γρηγόριος Ξενόπουλος πριν από ενενήντα χρόνια!
Μεγάλη διάκριση για το σχολείο της Τέμενης ήταν η απονομή του δεύτερου βραβείου παιδικού διηγήματος μαθητών Β',Γ',& Δ' τάξεων Δημοτικών σχολείων που έλαβε η μαθήτρια της Β' τάξης Σαμίκου Νικολίτσα για το διήγημα "Η πιστή φύλακας".
Η απονομή...
Συγχαρητήρια και ολόθερμες ευχές για υγεία και επιτυχίες από το Σύλλογο Διδασκόντων στη μαθήτρια,στη δασκάλα της κ. Μαρία Κάντζαρη που την ενθάρρυνε καθώς επίσης στους γονείς,τα αδέλφια της και στο διευθυντή του σχολείου κ. Μεσάζο Κωνσταντίνο που συνόδευσαν τη Νικολίτσα στη Αθήνα για να παραλάβει το βραβείο της.
Η ΠΙΣΤΗ ΦΥΛΑΚΑΣ
(Το διήγημα αναρτάται με την άδεια των γονέων της μαθήτριας)
Mέσα σ’
ένα καταπράσινο τοπίο κοντά στη θάλασσα, βρισκόταν ένα όμορφο χωριό που το
έλεγαν Γαλήνη. Εκεί ζούσε μια ήσυχη οικογένεια με δυο μικρά παιδιά. Ένα αγοράκι
που το έλεγαν Αντρίκο και ένα κοριτσάκι που το φώναζαν Ροδούλα. Την έλεγαν έτσι
γιατί είχε δυο ροδαλά μαγουλάκια. Τα
παιδάκια αγαπούσαν πολύ τα ζώα γι’ αυτό και οι γονείς τους, τους χάρισαν ένα
σκυλάκι. Τη μικρή Λούση. Μόλις την αντίκρισαν τρελάθηκαν από τη χαρά τους.
Αμέσως την αγκάλιασαν και έπαιξαν μαζί της. Τι όμορφο σκυλάκι που ήταν! Είχε
δυο γαλαζοπράσινα ματάκια και μια φουντωτή ουρά. Το τρίχωμά της ήταν καφετί με
άσπρες βούλες κι η μυτούλα της μυτερή. Αυτό όμως που την έκανε ξεχωριστή ήταν
τα παιχνίδια της. Συνέχεια έτρεχε και κουνούσε την ουρά της. Όταν σταματούσε
γύριζε γύρω γύρω από τα παιδιά και έγλειφε τα πόδια τους.
Το επόμενο πρωινό η μικρή Ροδούλα ξύπνησε πολύ πρωί πριν βγει ο ήλιος
για να φροντίσει τη Λούση. Έτρεξε στην
αυλή μάζεψε μικρά ξύλα και άρχισε να φτιάχνει το σπιτάκι της. Χώθηκε στην
κουζίνα της μαμά της βρήκε ένα βαθύ
πιάτο και έβαλε φαγητό στη Λούση. Τι χαρούμενη που ήταν! Είχε επιτέλους ένα
δικό της σκυλάκι.
Οι μέρες περνούσαν γρήγορα και η μικρή Λούση μεγάλωνε μέσα στα παιχνίδια
και τα χάδια των παιδιών. Φθινόπωρο ήρθε
η σκυλίτσα σπίτι τους και είχε φτάσει Ιούλης. Τίποτα όμως δε φανέρωνε τι θα
γινότανε στη συνέχεια. Ο ήλιος έκαιγε, η ζέστη ήταν αφόρητη. Τα παιδιά είχαν
μπει μέσα στο σπίτι και η μικρή Λούση
είχε κρυφτεί στον ίσκιο ενός πεύκου που βρίσκονταν στην αυλή του σπιτιού. Ο
αέρας ήταν τόσο δυνατός σαν να είχε θυμώσει. Τα αδελφάκια είχαν κολλήσει τα
πρόσωπά τους στο παράθυρο και κοιτούσαν τα παιχνίδια του ανέμου. Το βλέμμα τους
όμως έπεσε επάνω στη Λούση που καθόταν κουλουριασμένη και φοβισμένη.
- Αντρίκο πάμε έξω στη αυλή; Δεν βλέπεις τη Λούση που φοβάται;
Είπε η Ροδούλα στον αδελφό της και με μιας πετάχτηκαν έξω.
- Λούση μη φοβάσαι εμείς είμαστε εδώ, είπε ο Αντρίκος στη σκυλίτσα και
αυτή κούνησε την ουρά της.
- Αντρίκο δε σου μυρίζει κάτι;
- Ναι μυρίζει καπνός. Μάλλον κάτι καίγεται απάντησε ο Αντρίκος και
κοίταξε γύρω του. Ένα πυκνό σύννεφο καπνού είδε να σκεπάζει όλο το χωριό. Πριν
καλά καλά καταλάβουν τι γίνεται ακούστηκαν φωνές από τη γειτονιά.
- Φωτιά! Φωτιά! Βοήθεια καιγόμαστε! Φώναξε η κυρά Φωτούλα και έτρεξε στο
δρόμο που οδηγεί στη θάλασσα.
Η μικρή Ροδούλα τα χάσε και άρχισε να κλαίει. Αμέσως βγήκαν από το σπίτι
οι γονείς τους κρατώντας στα χέρια δυό βρεγμένες πετσέτες.
Τις έβαλαν στις μυτούλες των παιδιών τα πήραν αγκαλιά και άρχισαν να τρέχουν προς τη θάλασσα.
- Τρέξε Λούση τρέξε γρήγορα φώναξε η Ροδούλα κλαίγοντας. Η σκυλίτσα την
κοίταξε φοβισμένη δίχως να ξεκολλήσει από κει που στεκόταν. Τα παιδιά χάθηκαν
από τα μάτια της και εκείνη έμεινε μόνη της
στην αυλή του σπιτιού.
Όλα τριγύρω σπίτια, δέντρα, αυτοκίνητα καίγονταν. Παντού ακούγονταν
κλάματα και φωνές. Ο αέρας φυσούσε σαν
τρελός. Άνθρωποι έτρεχαν στους δρόμους
ουρλιάζοντας και η μικρή Λούση εκεί. Ούρλιαζε αλλά δεν έφευγε από το σπίτι.
Πιστή φύλακας!
Λίγη ώρα κράτησε η φωτιά όμως η Γαλήνη κάηκε. Έγιναν όλα στάχτη. Τίποτα
δε θύμιζε το πανέμορφο καταπράσινο χωριό. Ευτυχώς όμως οι άνθρωποι σώθηκαν.
Τους έσωσαν όλους οι πυροσβέστες.
Η φωτιά έσβησε. Τα παιδιά γύρισαν στο καμμένο σπίτι τους. Ήταν όμως πολύ
λυπημένα. Όλα είχαν καεί. Παντού υπήρχαν
στάχτες. Κοιτούσαν γύρω και δεν έβλεπαν πουθενά χορτάρι, λουλούδια και δέντρα.
Όλα ήταν γκρι. Μύριζε όλος ο τόπος καπνό. Η μικρή Ροδούλα άφησε το χέρι της
μητέρα της και έτρεξε προς την αυλή του
σπιτιού.
- Αντρίκο πάει το πεύκο κάηκε...... Που είναι η Λούση;
- Ροδούλα μάλλον κάηκε.....
- Λούση! Λούση! Πού είσαι; Πού κρύφτηκες; φώναξε ο Αντρίκος.
Η Λούση πουθενά. Παντού σιωπή.
- Πάμε να φύγουμε κάηκαν όλα είπε ο μπαμπάς στα παιδιά.
Ξαφνικά ενώ απομακρύνονταν ακούστηκε το κλάμα ενός σκυλιού. Γυρίζουν
πίσω και τι να δουν! Κάτω στο πεύκο υπήρχε ένας λάκκος. Εκεί είχε κρυφτεί η
Λούση. Μόνο η ουρίτσα της φαινόταν που την κουνούσε συνέχεια. Τι έξυπνη που
ήταν! Όταν ξέσπασε η φωτιά για να γλιτώσει έσκαψε με τα ποδαράκια της μια γούβα
και χώθηκε μέσα. Η φωτιά πέρασε από πάνω της. Μόνο λίγο την πλάτη της έκαψε.
Τα παιδιά γεμάτα χαρά την έβγαλαν από το λάκκο και τη φρόντισαν. Ήταν
τόσο ευτυχισμένα που βρήκαν ξανά τη φίλη τους. Μια φίλη, πιστή φύλακας!
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου