Αγάπες με ουρά!
Κλημεντίν, η αδέσποτη γατούλα
Το κεφαλάκι της γερμένο απαλά στο τσιμέντο, τα μάτια μισόκλειστα σαν να την είχε πάρει επιτέλους ο ύπνος. Αλλά δεν κοιμόταν. Η αλήθεια ήταν πολύ πιο σκληρή: ήταν εξαντλημένη. Στραγγισμένη από την προσπάθεια να επιβιώσει. Το μικρό της σώμα, στολισμένο με υπέροχες μαύρες, πορτοκαλί και λευκές πιτσιλιές, δεν μπορούσε να κρύψει τα σημάδια της ταλαιπωρίας.
Κάθε αυτοκίνητο που περνούσε έκανε το έδαφος δίπλα της να τρέμει. Αλλά δεν μετακινούνταν. Είχε μάθει πια: ο κόσμος δεν σταματά για γάτες σαν κι αυτήν. Ο κόσμος περνούσε δίπλα της, έριχνε ένα βλέμμα και συνέχιζε. Ήταν απλώς άλλη μια αδέσποτη γάτα. Μια σκιά ανάμεσα σε τόσες. Μια ύπαρξη ξεχασμένη σε έναν θορυβώδη κόσμο που δεν έχει χρόνο να νιώσει. Αλλά κάτι σε εκείνη με έκανε να σταματήσω. Ίσως ο τρόπος που ήταν κουλουριασμένη — σαν να προσπαθούσε να προστατέψει κάτι που δεν υπήρχε πια. Ίσως η ανάσα της τόσο αθόρυβη, σαν και το να ζει να της είναι βάρος.
Γονάτισα δίπλα της, σιγά, μην την τρομάξω. Δεν κουνήθηκε. Άνοιξε λίγο τα μάτια της. Το ένα ήταν σχεδόν κλειστό. Το άλλο με κοίταξε χωρίς φόβο όχι επειδή με εμπιστευόταν, αλλά επειδή δεν είχε πια τίποτα να φοβηθεί. Της ψιθύρισα αν είναι καλά. Ήξερα την απάντηση. Δεν νιαούρισε. Δεν γουργούρισε. Μόνο ανοιγόκλεισε αργά τα μάτια, σαν να έλεγε: «Πού ήσουν, όταν ακόμη είχα ελπίδα;» Τα πλευρά της φαίνονταν. Τα πατουσάκια της πληγωμένα. Μάλλον είχε μέρες να φάει. Αλλά πιο πικρό από την πείνα, ήταν η μοναξιά. Δεν ήταν απλώς παρατημένη. Ήταν ξεχασμένη. Μια ζωντανή ύπαρξη που περίμενε λίγη καλοσύνη και δεν ήρθε ποτέ. Της πρόσφερα λίγo κοτόπουλο από το φαγητό μου. Το μύρισε. Με κοίταξε. Έκανε ένα ολόκληρο λεπτό να πλησιάσει όχι από φόβο, αλλά από αμφιβολία. Θυμόταν άραγε τι είναι η καλοσύνη; Όταν τελικά έφαγε, το έκανε αργά, προσεκτικά, σαν το σώμα να είχε ξεχάσει πώς είναι να τρέφεσαι με φροντίδα.
Έμεινα μαζί της μία ώρα. Απλώς εκεί. Χωρίς να την αγγίξω. Χωρίς να ζητήσω εμπιστοσύνη. Όταν έφυγα, σήκωσε το κεφαλάκι της. Δεν με ακολούθησε. Δεν φώναξε. Αλλά τα μάτια της με ρώτησαν κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ: «Φεύγεις κι εσύ;»
Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκα καλά. Η εικόνα της με στοίχειωνε. Το επόμενο πρωί γύρισα πίσω. Ήταν ακόμη εκεί. Στο ίδιο σημείο. Στην ίδια στάση. Το κεφάλι στο παγωμένο πεζοδρόμιο, σαν να ήταν το μόνο πράγμα που της είχε απομείνει. Αλλά αυτή τη φορά, όταν με είδε, σήκωσε το κεφάλι. Και μετά, με δυσκολία, σηκώθηκε. Έκανε μερικά διστακτικά βήματα προς το μέρος μου. Την τύλιξα σε μια πετσέτα και την πήρα στο σπίτι. Ο κτηνίατρος είπε ότι ήταν αφυδατωμένη, αναιμική, προφανώς λόγω πείνας και παρατεταμένης έκθεσης. Αλλά μπορούσε να σωθεί. Ήθελε απλώς χρόνο, φαγητό και αγάπη, δηλαδή όλα όσα της έλειπαν. Την ονόμασα Κλημεντίν, για τη γλύκα που είχε κρατήσει μέσα της, παρά όλο αυτόν τον πόνο.
Πέρασαν εβδομάδες. Το τρίχωμά της έγινε απαλό. Τα μάτια της καθάρισαν. Και
την πρώτη φορά που έκανε γουργουρητό…έκλαψα. Είχε αντέξει την εγκατάλειψη, τις
παγωμένες νύχτες, την πείνα, τη μοναξιά. Κι όμως…Τώρα είχε κάτι που ποτέ της
δεν είχε ξαναβιώσει: έναν λόγο να ζήσει.
Αν ποτέ δεις μια γάτα κουλουριασμένη σε ένα πεζοδρόμιο, μην κοιτάξεις αλλού. Γιατί κάποιες φορές…δεν
κοιμούνται. Απλώς περιμένουν σιωπηλά να δει κάποιος ότι είναι ακόμη ζωντανές. Πολλές φορές αυτοί οι άγγελοι με τη γούνα μπορεί να μεταμορφώσουν την ψυχή μας!
Πηγή:www.pawfinder.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου